γρίφος

γρίφος
Δυσνόητη και ακατάληπτη φράση. Οι γ. συντάσσονται με λέξεις, αριθμούς, σχέδια και γράμματα. Πολλές φορές μάλιστα ένας γ. μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά από τα στοιχεία αυτά μαζί. Ανάμεσα σε εικόνες μπορούν να παρεμβληθούν γράμματα, συλλαβές ή και ολόκληρες λέξεις για να αποδοθεί το νόημα που επιζητεί να εκφράσει ο συντάκτης του γ. Οι γ. είναι γνωστοί από την αρχαιότητα. Κατά τα συμπόσια συνήθιζαν να προβάλλουν γ. και όσοι τους έλυναν έπαιρναν κάποιο έπαθλο. Με τη λύση τους είχαν ασχοληθεί φιλόσοφοι, ρήτορες και γενικά οι διανοούμενοι, γιατί πίστευαν πως οι γ. δεν ήταν ξένοι προς τη φιλοσοφία και η λύση τους ήταν έμπρακτη απόδειξη της μόρφωσης του λύτη. Κατά τον Μεσαίωνα οι γ. είχαν γίνει κυριολεκτικά μανία στη Δύση. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμα και σε θυρεούς, οικόσημα και εμπορικές επιγραφές. Στη σύγχρονη εποχή ο γ. χρησιμοποιείται μόνο ως παιδική ψυχαγωγική ασχολία.
* * *
ο (AM γρῑφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γρῖφος — fishing basket masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρίφος — ο 1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα. 2. μτφ., κάτι που εξηγείται δύσκολα: Αυτά που μας είπε ήταν πραγματικός γρίφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γρῖπον — γρῖφος fishing basket masc acc sg γρῖπος haul masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρῖπος — γρῖφος fishing basket masc nom sg γρῖπος haul masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρῖφοι — γρῖφος fishing basket masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρῖφον — γρῖφος fishing basket masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογόγριφος — ο γρίφος κατά τον οποίο ζητείται να βρεθεί άλλη λέξη ή να σχηματιστεί φράση από ένα ή περισσότερα γράμματα μιας ή περισσότερων λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. logogriphe < logo (< λογο *) + griphe (< γρῖφος). Η λ. μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • Logogriphe — Sur les autres projets Wikimedia : « Logogriphe », sur le Wiktionnaire (dictionnaire universel) Un logogriphe (vient du grec λόγο logos, « parole » et γρίφος griphos, « énigme ») est une énigme où l on donne à… …   Wikipédia en Français

  • логогриф — ЛОГОГРИ´Ф (греч. λόγος слово и γρῖφος сеть) 1) стилистический прием построения фразы или стиха путем подбора таких слов, последовательное сочетание которых дает картину постепенного убывания звуков (или букв) первоначального длинного слова.… …   Поэтический словарь

  • logogrifo — (Del gr. logos, palabra + gryphos , enigma.) ► sustantivo masculino JUEGOS Pasatiempo en que hay que adivinar una palabra por medio del significado de otras que tienen sus mismas letras o sílabas. SINÓNIMO acertijo * * * logogrifo (de «logo » y… …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”